συναθλοῦντες

συναθλοῦντες
συναθλέω
with
pres part act masc nom/voc pl (attic epic doric)
συνᾱθλοῦντες , συναθλέω
with
pres part act masc nom/voc pl (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συναθλώ — συναθλῶ, έω, ΝΜΑ νεοελλ. μέσ. συναθλούμαι, έομαι αθλούμαι μαζί με άλλον μσν. αρχ. μετέχω στον ίδιο αγώνα με κάποιον, συναγωνίζομαι («μιᾷ ψυχῇ συναθλοῡντες τῇ πίστει τοῡ Εὐαγγελίου», ΚΔ) αρχ. παθ. εντυπώνομαι κάτι με πρακτική άσκηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”